- στερεόσαρκος
- -ον, Ααυτός που έχει σφιχτό κρέας («ὁ ἀνὴρ στερεοσαρκότερος ἐὼν τῆς γυναικός», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό-σαρκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερεοσαρκότερος — στερεόσαρκος with hard masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεόσαρκα — στερεόσαρκος with hard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)